Βούλα

Βούλα
Πόλη (25.532 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου και υπάγεται διοικητικά στη νομαρχία Ανατολικής Αττικής. Η Β., που είναι προάστιο της Αθήνας (20 χλμ. ΝΑ του κέντρου της πρωτεύουσας), διαθέτει πλαζ, καθώς βρίσκεται σε μία από της ωραιότερες ακτές του Σαρωνικού κόλπου. Στη θέση της Β. βρισκόταν στην αρχαιότητα ο δήμος των Αλών Αιξωνιδών. Άποψη της Βούλας Αττικής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βουλά — βουλά̱ , βουλή will fem nom/voc/acc dual βουλά̱ , βουλή will fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βούλα — Sp Vulà Ap Βούλα/Voula L Atika, Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • βούλα — η (λ. λατ.) 1. σφραγίδα: Βάλε τη βούλα σου στο γράμμα. 2. το σήμα που αφήνει η σφραγίδα. 3. κηλίδα, σημάδι, κυκλικό στίγμα: Ο σκύλος ήταν άσπρος με μαύρες βούλες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουλᾷ — βουλή will fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζουμπουλάκη, Βούλα — (Κάιρο 1930 –). Ηθοποιός του θεάτρου. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, στη σχολή μονωδίας του Εθνικού Ωδείου, καθώς επίσης και στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρωτοεμφανίστηκε στη Λυρική Σκηνή στον Χορό μεταμφιεσμένων… …   Dictionary of Greek

  • Μάστορη, Βούλα — (Αγρίνιο 1945 –). Λογοτέχνης. Οι γονείς της, Μικρασιατικής καταγωγής, εγκαταστάθηκαν στο Αγρίνιο μετά την καταστροφή του 1922, ενώ η ίδια ζει στην Αθήνα από το 1952. Ασχολείται ιδιαίτερα με την παιδική λογοτεχνία (από το 1974), ενώ από το 1993… …   Dictionary of Greek

  • βουλ' — βουλά̱ , βουλή will fem nom/voc/acc dual βουλά̱ , βουλή will fem nom/voc sg (doric aeolic) βουλαί , βουλή will fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλαφόροι — βουλᾱφόροι , βουληφόρος counselling masc/fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλάν — βουλά̱ν , βουλή will fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλάς — βουλά̱ς , βουλή will fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”